Αν και συνηθίζουμε να λέμε πως η ανθρώπινη ζωή έχει ανεκτίμητη αξία, φαίνεται πως τελικά, όσο σκληρό και αν ακούγεται, για όλα ανεξαιρέτως υπάρχει μία τιμή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να δούμε με ποιο τρόπο, και από ποιους, γίνεται τελικά η συγκεκριμένη κοστολόγηση.

Σύμφωνα με έρευνες, προκειμένου μία θεραπεία να έχει νόημα να καλυφθεί από μία ασφαλιστική εταιρεία, θα πρέπει να εξασφαλίζει τουλάχιστον έναν χρόνο «ποιοτικής ζωής» στον ασθενή, με κόστος γύρω στα 50.000 δολάρια, δηλαδή κάτι λιγότερο από 41.000 Ευρώ.

Αυτά ήταν μέχρι πρόσφατα τα διεθνή στάνταρ τιμολόγησης για δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας.

Νεότερες έρευνες, υπερδιπλασίασαν το παραπάνω ποσό και το έφτασαν στα 129.000 δολάρια (105.000 ευρώ) περίπου. Ένα παράδειγμα θεραπείας που χρησιμοποιήθηκε στη σχετική έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ ήταν η θεραπεία αιμοκάθαρσης.

Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους το συνολικό κόστος για περίπου μισό εκατομμύριο ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε αιμοκάθαρση, τον παράγοντα πληθωρισμός, καθώς επίσης και τις νέες τεχνολογίες που πλέον χρησιμοποιούνται στη θεραπεία αυτή. Όλα αυτά τα συσχέτισαν στη συνέχεια με τα τελικά αποτελέσματα που είχε η θεραπεία σε κάθε περίπτωση.

Η συγκεκριμένη διαδικασία σώζει ετησίως χιλιάδες ασθενείς, οι οποίοι χωρίς αυτήν, θα πέθαιναν από νεφρική ανεπάρκεια, ενώ βρίσκονταν σε αναμονή για μεταμόσχευση νεφρού.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ανοικτός ο διάλογος σχετικά με το κατά πόσο θα έπρεπε το Medicare, το πολιτειακό πρόγραμμα υγείας για τους ηλικιωμένους πολίτες, να κάνει συσχετισμό κόστους και επιβιωσιμότητας, στην ουσία, για να αποφασίσει εάν θα καλύψει μια θεραπεία.

Παρότι σχεδόν σε όλα τα υπόλοιπα ανεπτυγμένα κράτη –για παράδειγμα στον Καναδά, στη Βρετανία και στις Κάτω Χώρες - παρέχεται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη βασισμένη στην οικονομική αποδοτικότητα, έχοντας βάλει σαν όριο τα 50.000 δολάρια, δηλαδή κάτι λιγότερο από 41.000 Ευρώ.

Το Medicare, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, ενέκρινε τις θεραπείες εφόσον «ιατρικώς αναγκαία και κατάλληλη» με αποτέλεσμα όμως, να φτάσει στα πρόθυρα της χρεωκοπίας.

Από την άλλη το συγκεκριμένο σύστημα έχει το πλεονέκτημα να έχει διοικητικές δαπάνες της τάξεως του 2% στα συνολικά του έξοδα ενώ στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 12% και 18%.

Μάλιστα, πριν λίγους μήνες ο Γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς διατύπωσε την άποψη πως εάν στις ΗΠΑ δημιουργούνταν ένα ενιαίο πρόγραμμα υγείας «Medicare for all», το οποίο θα κάλυπτε όλους τους Αμερικανούς πολίτες, τότε σε ετήσια βάση τα ποσά που αντιστοιχούν σε διοικητικές δαπάνες θα έπεφταν κατά περίπου 500 δισεκατομμύρια δολάρια (410 δις ευρώ).

Βέβαια, υπάρχει και ο αντίλογος των εμπειρογνωμόνων που υποστηρίζουν πως στην πράξη κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο να υλοποιηθεί. Χαρακτηρίζουν την παραπάνω εκτίμηση των 500 εκατομμυρίων δολαρίων πολύ ασαφή, ενώ επισημαίνουν πως δεν είναι απαραίτητη η ολοκληρωτική στροφή σε ενιαίο δημόσιο σύστημα για να μειωθούν τα κόστη, αλλά καλύτερη διαχείριση λειτουργικών εξόδων από τις ασφαλιστικές εταιρείες.

Από την άλλη, όσο αυξάνονται τα έξοδα για την υγεία, όλο και περισσότεροι ακαδημαϊκοί έχουν ζητήσει να επανεξεταστεί η προσέγγιση του Medicare και το κόστος να αποτελεί παράγοντα για τη λήψη της τελικής απόφασης.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι «εάν η τελική τιμή ξεπερνά το επιτρεπτό όριο, τότε η σύσταση προς το Medicare θα ήταν να μην καλύψει τη θεραπεία».

Και αν κάποιον που λειτουργεί περισσότερο με το συναίσθημα, μπορεί να τον ξενίζει το κομπιουτεράκι που μεταφράζει την ανθρώπινη ζωή σε χρήματα, στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει αποδειχθεί πως οι πολίτες είναι περισσότερο εξοικειωμένοι ή συμφιλιωμένοι με το όλο σκεπτικό.

Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2007 στη Νέα Υόρκη, το 75% των ερωτηθέντων έδειξε να είναι «κάπως» έως «πολύ» άνετοι με το να αποφασίζει το Medicare βάσει του κόστους, από τη στιγμή που κατάλαβαν πως λειτουργεί το σύστημα.

Μην ξεχνάμε τις περιπτώσεις των Αμερικανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν. Εκεί οι οικογένειές τους εισέπραξαν χρηματικά ποσά, τα οποία άγγιξαν το μισό εκατομμύριο δολάρια, δηλαδή περίπου 408.000 ευρώ.

«Οι Αμερικανοί κατανοούν και είναι έτοιμοι να ασχοληθούν με τα ζητήματα που προκύπτουν κατά τον καθορισμό των προτεραιοτήτων και των ορίων στα δημόσια προγράμματα υγείας», κατέληξε η έρευνα.

Ιδιαίτερα, σε περιπτώσεις ατόμων που πάσχουν ταυτόχρονα από άλλες σοβαρές ασθένειες, όπως προχωρημένη άνοια και καρκίνο, όπου σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το κόστος της θεραπείας εκτινάσσεται στα 488.000 δολάρια ( κάτι λιγότερο από 400.000 ευρώ) είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί η σημασία και η δαπάνη μίας αιμοκάθαρσης…

Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αιμοκάθαρση είναι μάλλον απίθανο να προσφέρει κάποιο ουσιαστικό όφελος. Όμως μπορεί να αρνηθεί κανείς σε αυτούς τους ασθενείς την ευκαιρία να ζήσουν μέσω αιμοκάθαρσης;

Ποια είναι η πραγματική αξία μιας ανθρώπινης ζωής; Κοστολογείται άραγε η ανθρώπινη ζωή; Ερωτήματα που προκαλούν τρόμο σε όποιον καλείται να τα αντιμετωπίσει. 

Πηγή: http://underwriter.gr