Οι προθεσμιακές καταθέσεις των ελληνικών νοικοκυριών διαμορφώθηκαν στα τέλη Ιουνίου στα 44,6 δισ. ευρώ και το μέσο επιτόκιο αυτών δεν ξεπερνάει το 0,50%.
Σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα διαμορφώνονται πλέον τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων που δεν ξεπερνούν το 0,60% με προοπτική την περαιτέρω πτώση τους στο 0,20% έως 0,30% τους επόμενους μήνες. Οι πραγματικές αποδόσεις εάν ληφθεί υπόψη και το επίπεδο πληθωρισμού είναι πλέον αρνητικές και κινούνται στο -0,50%, αποθαρρύνοντας τις τοποθετήσεις σε προθεσμιακές καταθέσεις, που αποτέλεσαν στο παρελθόν ασφαλή και σε κάποιες περιόδους και προσοδοφόρα μορφή αποταμίευσης.
Η προοπτική διατήρησης των επιτοκίων στα τρέχοντα χαμηλά ή ακόμη και χαμηλότερα επίπεδα τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο του 2020 που ανακοίνωσε ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, λύνει τα χέρια και των ελληνικών τραπεζών να ευθυγραμμίσουν την πολιτική τους στο μέτωπο των επιτοκίων στα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Ετσι, τους προσεχείς μήνες το μέσο επιτόκιο των προθεσμιακών καταθέσεων θα μειωθεί περαιτέρω κατά 20 ή 30 μονάδες βάσης. Ενδεικτικό της γενικότερης τάσης που διαμορφώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τα επιτόκια καταθέσεων είναι η είδηση που μετέδωσαν πρόσφατα οι Financial Times βάσει της οποίας η UBS σχεδιάζει να βάλει αρνητικό επιτόκιο στους πλούσιους πελάτες της. Σύμφωνα με το δημοσίευμα η επενδυτική τράπεζα θα χρεώνει από τον Νοέμβριο 0,75% τόκο τον χρόνο σε ατομικούς λογαριασμούς άνω των 2 εκατ. ελβετικών φράγκων, μεταφέροντας εκτός από τους εταιρικούς καταθέτες και σε ιδιώτες καταθέτες το κόστος του αρνητικού επιτοκίου της ΕΚΤ.
Οι προθεσμιακές καταθέσεις των ελληνικών νοικοκυριών διαμορφώθηκαν στα τέλη Ιουνίου στα 44,6 δισ. ευρώ και το μέσο επιτόκιο αυτών δεν ξεπερνάει το 0,50% με μικρές εξαιρέσεις όταν πρόκειται κάποιος καταθέτης να μεταφέρει χρήματα σε μία τράπεζα από μία άλλη. Εναλλακτικές επιλογές προϊόντων για τον μέσο καταθέτη είναι τα ελληνικά ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια, είτε αυτά επενδύουν σε κρατικούς τίτλους είτε σε εταιρικά ομόλογα. Με δεδομένο ότι τα yields των ελληνικών εταιρικών εκδόσεων κυμαίνονται από 1% έως 5%, η ετήσια απόδοση εκτιμάται ανώτερη από αυτή των καταθετικών επιτοκίων, με διαφορετικό βέβαια επίπεδο επενδυτικού ρίσκου, ενώ εναλλακτικά στην αγορά διατίθεται προϊόντα με ελάχιστη ετήσια απόδοση και πιθανή υπεραπόδοση ανάλογα με την πορεία των μετοχών στο Χρηματιστήριο.
Σταθερή επιλογή για όσους μπορούν να δεσμεύσουν τα χρήματά τους για μακρύ χρονικό διάστημα –ελάχιστος ορίζοντας είναι η 3ετία– αποτελούν τα ασφαλιστικά προγράμματα δημιουργίας κεφαλαίου-αποταμίευσης, τα οποία προσφέρουν εγγύηση ποσού στη λήξη και καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος με εγγυημένες αξίες εξαγοράς. Το πλεονέκτημά τους –εκτός από την υψηλότερη απόδοση– είναι ότι συνοδεύονται με τη βασική ασφαλιστική κάλυψη ζωής, και με την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος δεν θα «σπάσει» το συμβόλαιο έως τη λήξη το μέσο επιτόκιο αυτών των προϊόντων διαμορφώνεται σήμερα στο 1,7% (με πτωτική ωστόσο τάση). Πρόκειται για προϊόντα που απευθύνονται σε άτομα που επιθυμούν να δημιουργήσουν ένα κεφάλαιο ή να τοποθετήσουν τα χρήματά τους με ελάχιστο ρίσκο. Εντονος όμως είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και στα επενδυτικά προγράμματα τύπου unit linked, τα οποία συνδέουν τις παροχές τους με μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, που είναι συνήθως επενδεδυμένα στο εξωτερικό.